- ὑπερήφανα
- ὑπερήφανοςoverweeningneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COTTUS — Gigas centimanus, Hesiod. in Theogon. v. 147. Α῎λλοι δ᾿ αὖ Γαίης τε καὶ Ο᾿υρανοῦ ἐξεγεν´οντο, Τρεῖς παῖδες μεγάλοι καὶ ὄβριμοι, ουκ ὀνομαςτοὶ, Κοττός τε Βριάρεώς τε, Γύγης θ᾿, ὑπερήφανα τέκνα, Τῶν ἑκατὸν μεν` χεῖρες ἀπ᾿ ὤμων ἄίςςοντο Α῎πλαςτοι,… … Hofmann J. Lexicon universale
αερσικάρηνος — ἀερσικάρηνος, ον (Μ) αυτός που υψώνει υπερήφανα το κεφάλι, που κοιτάζει αφ’ υψηλού, αγέρωχος, υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + κάρηνον «κεφάλι»] … Dictionary of Greek
ανελκτός — ἀνελκτός, ή, όν (Α) 1. ο ανασηκωμένος προς τα πάνω 2. «ἀνελκταῑς ὀφρῡσιν» με τα φρύδια υπερήφανα ανασηκωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελκτός < έλκω] … Dictionary of Greek
καταμεγαλύνομαι — (Α) υπερηφανεύομαι σε βάρος κάποιου, συμπεριφέρομαι σε κάποιον με μεγάλη αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεγαλύνομαι «συμπεριφέρομαι υπερήφανα»] … Dictionary of Greek
καταφρυάττομαι — (Α) 1. φέρομαι υπερήφανα, αλαζονικά σε κάποιον 2. μτφ. φέρομαι με αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρυάττομαι «είμαι αλαζόνας»] … Dictionary of Greek
σεμνοπεριπάτητος — ον, Μ αυτός που περπατά σεμνά ή υπερήφανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + περιπατῶ] … Dictionary of Greek
υπέρφρων — ον, Α 1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.) 2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον γενναιοφροσύνη 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα πολύ υπερήφανα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… … Dictionary of Greek
υψίφρων — και ὑψόφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α υψηλόφρων. επίρρ... ὑψιφρόνως Μ υπερήφανα, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. εὔ φρων] … Dictionary of Greek
υψιβιβάς — ὁ, Α αυτός που περπατά υπερήφανα, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βιβάς (< ρ. βίβημι / βαίνω «περπατώ»)] … Dictionary of Greek